- πηλοεψητής
- πηλο-εψητής,A coctiliarius, figulus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλοεψητής — ὁ, Α αυτός που ψήνει, που κατασκευάζει πλίνθους από πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + ἐψητής (< ἔψω «ψήνω»)] … Dictionary of Greek